Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 4030: περικεφαλαίαπερικεφαλαία, περικεφαλαίας, ἡ (περί and κεφαλή), a helmet: 1 Thessalonians 5:8; τοῦ σωτηρίου (from Isaiah 59:17), i. e. dropping the figure, the protection of soul which consists in (the hope of) salvation, Ephesians 6:17. (Polybius; the Sept. for כּובַע .) Forms and Transliterations περικεκοσμημέναι περικεφαλαία περικεφαλαίαι περικεφαλαίαις περικεφαλαιαν περικεφαλαίαν περικεφαλαίας περικνήμισι perikephalaian perikephalaíanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |