Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 3892: παρανομίαπαρανομία, παρανομίας, ἡ (παράνομος (from παρά (which see IV. 2) and νόμος)), breach of law, transgression, wickedness: 2 Peter 2:16. (Thucydides, Plato, Demosthenes, others; the Sept..) Forms and Transliterations παρανομία παρανομίαι παρανομίαν παρανομιας παρανομίας παράνομοι παρανόμοις παράνομον παράνομος παρανόμου παρανόμους παρανόμω παρανόμων παρανόμως παραξιφίδι παράπαν παραπετάσματα paranomias paranomíasLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |