Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 3036: λιθοβολέωλιθοβολέω, λιθοβόλω; imperfect 3 person plural ἐλιθοβόλουν; 1 aorist ἐλιθοβόλησα; passive, present λιθοβολοῦμαι; 1 future λιθοβοληθήσομαι; ( λιθοβόλος, and this from λίθος and βάλλω (cf. Winers Grammar, 102 (96); 25, 26)); the Sept. for סָקַל and רָגַם; equivalent to λιθάζω (which see), to stone; i. e. a. to kill by stoning, to stone (of a species of punishment, see λιθάζω): τινα, Matthew 21:35; Matthew 23:37; Luke 13:34; Acts 7:58f; passive, John 8:5; Hebrews 12:20. b. to pelt with stones: τινα, Mark 12:4 (Rec.); Acts 14:5. ((Diodorus 17, 41, 8); Plutarch, mor., p. 1011 e.)
Forms and Transliterations ελιθοβολησαν ελιθοβόλησαν ἐλιθοβόλησαν ελιθοβολουν ελιθοβόλουν ἐλιθοβόλουν λελιθοβόληται λιθοβολείσθαι λιθοβολείτω λιθοβοληθησεται λιθοβοληθήσεται λιθοβοληθησόμεθα λιθοβοληθήσονται λιθοβοληθήτωσαν λιθοβολησαι λιθοβολήσαι λιθοβολῆσαι λιθοβολήσαντες λιθοβολησάτωσαν λιθοβολήσετε λιθοβολήσουσί λιθοβολήσουσιν λιθοβολουσα λιθοβολούσα λιθοβολοῦσα elithobolesan elithobolēsan elithobólesan elithobólēsan elithoboloun elithobóloun lithobolesai lithobolêsai lithobolēsai lithobolē̂sai lithobolethesetai lithobolethḗsetai lithobolēthēsetai lithobolēthḗsetai lithobolousa lithoboloûsaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |
|