Thayer's Greek Lexicon STRONGS NT 2672: καταράομαικαταράομαι, καταρωμαι; (deponent middle from κατάρα); 1 aorist 2 pers singular κατηράσω; (perfect passive participle κατηραμένος (see below)); from Homer down; the Sept. mostly for קִלֵּל and אָרַר; to curse, doom, imprecate evil on: (opposed to εὐλογεῖν) absolutely, Romans 12:14; with the dative of the object (as in the earlier Greek writings), Luke 6:28 Rec. (Baruch 6 (Epistle Jer. Forms and Transliterations καταραθείη κατάρασαί καταράσαιτο καταρασάμενον καταράσασθαι καταράσασθε καταράσει καταράση καταράσηται καταράσηταί καταράσθαι καταράσθαί καταρασθε καταράσθε καταρᾶσθε καταράσθω κατάρασιν καταράσομαι καταράσονται καταράται καταρωμεθα καταρώμεθα καταρώμενοι καταρώμενοί καταρωμένοις καταρώμενος καταρώμενός καταρωμένου καταρωμενους καταρωμένους κατηραμένην κατηραμενοι κατηραμένοι κατηρασάμην κατηράσαντο κατηρασατο κατηράσατο κατηράσατό κατηρασω κατηράσω κατηράτο κατηρώντο κεκατηραμένος κεκατήρανται katarasthe katarâsthe kataromenous kataroménous katarōmenous katarōménous katarometha katarōmetha katarṓmetha kateramenoi kateraménoi katēramenoi katēraménoi kateraso kateráso katērasō katērásōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |