Strong's Exhaustive Concordance to hold together, to instructFrom sun and bibazo (to force; causative (by reduplication) of the base of basis); to drive together, i.e. Unite (in association or affection), (mentally) to infer, show, teach -- compact, assuredly gather, intrust, knit together, prove. see GREEK sun see GREEK basis Forms and Transliterations συμβιβάζειν συμβιβαζόμενον συμβιβάζοντες συμβιβάζω συμβιβάζων συμβιβάσαι συμβιβάσει συμβιβάσεις συμβιβασθέντες συμβιβασθέντων συμβιβάσω συμβιβώ σύμβλημα σύμβλησιν συμβοηθοί συμβολαίς συμβολάς συμβολή συμβολήν συμβόλοις συμβολοκοπών συμβοσκηθήσεται συνβιβαζομενον συνβιβαζόμενον συνβιβαζοντες συνβιβάζοντες συνβιβαζων συνβιβάζων συνβιβασει συνβιβάσει συνβιβασθεντες συνβιβασθέντες συνεβιβασαν συνεβίβασαν συνεβίβασεν sumbibasei sumbibasthentes sumbibazomenon sumbibazon sumbibazōn sumbibazontes sunebibasan symbibasei symbibásei symbibasthentes symbibasthéntes symbibazomenon symbibazómenon symbibazon symbibazōn symbibázon symbibázōn symbibazontes symbibázontes synebibasan synebíbasanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |