Strong's Exhaustive Concordance help, partake, support. From anti and the middle voice of lambano; to take hold of in turn, i.e. Succor; also to participate -- help, partaker, support. see GREEK anti see GREEK lambano Forms and Transliterations αντελαβετο αντελάβετο αντελάβετό ἀντελάβετο αντελαβόμην αντελαβόντο αντελάβοντο αντελάβου αντελαμβάνετο αντελαμβάνοντο αντιλαβέσθαι αντιλάβοιντό αντιλάβοιτό αντιλαβού αντιλαμβανεσθαι αντιλαμβάνεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι αντιλαμβάνεται αντιλαμβάνηται αντιλαμβανομενοι αντιλαμβανόμενοι ἀντιλαμβανόμενοι αντιλαμβανόμενος αντιλαμβανομένους αντιλήψεταί αντιλήψη αντιλήψομαι αντιληψόμενος αντιλήψονταί antelabeto antelábeto antilambanesthai antilambánesthai antilambanomenoi antilambanómenoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |