482. antilambanó
Strong's Exhaustive Concordance
help, partake, support.

From anti and the middle voice of lambano; to take hold of in turn, i.e. Succor; also to participate -- help, partaker, support.

see GREEK anti

see GREEK lambano

Forms and Transliterations
αντελαβετο αντελάβετο αντελάβετό ἀντελάβετο αντελαβόμην αντελαβόντο αντελάβοντο αντελάβου αντελαμβάνετο αντελαμβάνοντο αντιλαβέσθαι αντιλάβοιντό αντιλάβοιτό αντιλαβού αντιλαμβανεσθαι αντιλαμβάνεσθαι ἀντιλαμβάνεσθαι αντιλαμβάνεται αντιλαμβάνηται αντιλαμβανομενοι αντιλαμβανόμενοι ἀντιλαμβανόμενοι αντιλαμβανόμενος αντιλαμβανομένους αντιλήψεταί αντιλήψη αντιλήψομαι αντιληψόμενος αντιλήψονταί antelabeto antelábeto antilambanesthai antilambánesthai antilambanomenoi antilambanómenoi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
481
Top of Page
Top of Page