Strong's Exhaustive Concordance horn. From a primary kar (the hair of the head); a horn (literally or figuratively) -- horn. Forms and Transliterations εκεράτιζες εκερατίζετε καρατίζοντα κερας κέρας κέρασιν κέρασμα κεράσματος κεράστου κερατα κέρατα κέρατά κέρατι κερατιεί κερατιείς κερατίναι κερατίναις κερατίνας κερατίνη κερατίνης κερατιούμεν κερατίση κερατων κεράτων keras kéras kerata kérata keraton keratōn keráton kerátōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |