Strong's Exhaustive Concordance residue. From kata and loipoy; left down (behind), i.e remaining (plural the rest) -- residue. see GREEK kata see GREEK loipoy Forms and Transliterations κατάλοιπα καταλοιποι κατάλοιποι καταλοίποις κατάλοιπον κατάλοιπόν κατάλοιπος καταλοίπου καταλοίπους καταλοίπω καταλοίπων καταλοχίαις καταλοχισμοίς καταλοχισμός kataloipoi katáloipoiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |