1263. diamarturomai
Strong's Exhaustive Concordance
charge, testify unto, witness.

From dia and martureo; to attest or protest earnestly, or (by implication) hortatively -- charge, testify (unto), witness.

see GREEK dia

see GREEK martureo

Forms and Transliterations
διαμάρτυραι διαμαρτυραμενοι διαμαρτυράμενοι διαμαρτυρασθαι διαμαρτύρασθαι διαμαρτύρει διαμαρτυρεται διαμαρτύρεται διαμαρτύρεταί διαμαρτύρη διαμαρτυρηται διαμαρτύρηται Διαμαρτυρομαι Διαμαρτύρομαι διαμαρτύρομαί διαμαρτυρομενος διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρωμαι διαμαρτύρωνται διαμεμαρτύρημαι διαμεμαρτυρημένοι διαμεμαρτύρησαι διεμαρτυραμεθα διεμαρτυράμεθα διεμαρτυράμην διεμαρτύραντο διεμαρτυρατο διεμαρτύρατο διεμαρτύρετο διεμαρτυρω διεμαρτύρω diamarturamenoi diamarturasthai diamarturetai diamarturētai Diamarturomai diamarturomenos diamartyramenoi diamartyrámenoi diamartyrasthai diamartýrasthai diamartyretai diamartyrētai diamartýretai diamartýretaí diamartýrētai Diamartyromai Diamartýromai diamartyromenos diamartyrómenos diemarturametha diemarturato diemarturo diemarturō diemartyrametha diemartyrámetha diemartyrato diemartýrato diemartyro diemartyrō diemartýro diemartýrō
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1262
Top of Page
Top of Page