1014. boulomai
Strong's Exhaustive Concordance
be disposed, determine, intend.

Middle voice of a primary verb; to "will," i.e. (reflexively) be willing -- be disposed, minded, intend, list, (be, of own) will (-ing). Compare ethelo.

see GREEK ethelo

Forms and Transliterations
βεβουνισμένων βουλει βούλει βούλεσθαι βουλεσθε βούλεσθε βουλεται βούλεται βούλη βουληθεις βουληθείς βουληθεὶς βουληθη βουληθή βουληθῇ βουληθής βουληθώσιν βουλήσεται βούλησθε βουληται βούληται βουλοιτο βούλοιτο βουλομαι βούλομαι βούλομαί βουλομεθα βουλόμεθα βουλομενοι βουλόμενοι βουλόμενοί βουλομενος βουλόμενος βουλόμενός βουλομενου βουλομένου βουλομενους βουλομένους βούλονται βούλωνται εβουλετο εβούλετο ἐβούλετο εβουληθη εβουλήθη ἐβουλήθη εβουληθην ἐβουλήθην εβουλήθησαν Εβουλομην εβουλόμην Ἐβουλόμην εβουλοντο εβούλοντο ἐβούλοντο εβούλου εβούνισεν ηβούλεσθε ηβουλήθην ηβούλοντο boulei boúlei boulesthe boúlesthe bouletai boulētai boúletai boúlētai boulethe boulēthē boulethêi boulēthē̂i bouletheis bouletheìs boulētheis boulētheìs bouloito boúloito boulomai boúlomai boúlomaí boulomenoi boulómenoi boulomenos boulómenos boulómenós boulomenou bouloménou boulomenous bouloménous boulometha boulómetha eboulethe eboulēthē eboulḗthe eboulḗthē eboulethen eboulēthēn eboulḗthen eboulḗthēn ebouleto eboúleto Eboulomen Eboulomēn Eboulómen Eboulómēn eboulonto eboúlonto
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1013
Top of Page
Top of Page