Strong's Exhaustive Concordance pollution. From alisgeo (to soil); (ceremonially) defilement -- pollution. Forms and Transliterations αλισγηματων αλισγημάτων ἀλισγημάτων αλίσκεται αλίσκονται αλούς αλώ αλώναι αλώσεσθε αλώσεται αλώση αλώσονται εάλω εάλωκε εάλωκεν εαλωκυίας εάλως εάλωσαν alisgematon alisgemáton alisgēmatōn alisgēmátōnLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |