Strong's Exhaustive Concordance covet earnestlyFrom zelos; to have warmth of feeling for or against -- affect, covet (earnestly), (have) desire, (move with) envy, be jealous over, (be) zealous(-ly affect). see GREEK zelos Forms and Transliterations εζήλωκα εζήλωσα εζήλωσαν εζήλωσε ζηλευε ζήλευε ζηλοι ζηλοί ζηλοῖ ζηλοίς ζήλου ζηλουσθαι ζηλούσθαι ζηλοῦσθαι ζηλουσιν ζηλούσιν ζηλοῦσιν ζηλουτε ζηλούτε ζηλοῦτε ζηλούτω ζηλω ζηλῶ ζήλω ζηλών ζηλώσαι ζηλώσαί ζηλωσαντες ζηλώσαντες ζηλώσει ζηλώσεως ζηλώση ζηλώσης ζήλωσον ζηλώσω zeleue zēleue zḗleue zelo zelô zēlō zēlō̂ zeloi zeloî zēloi zēloî zelosantes zelṓsantes zēlōsantes zēlṓsantes zelousin zeloûsin zēlousin zēloûsin zelousthai zeloûsthai zēlousthai zēloûsthai zeloute zeloûte zēloute zēloûteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |