Strong's Exhaustive Concordance accomplish, do, finish, make perfect. From epi and teleo; to fulfill further (or completely), i.e. Execute; by implication, to terminate, undergo -- accomplish, do, finish, (make) (perfect), perform(X -ance). see GREEK epi see GREEK teleo Forms and Transliterations επετέλεσεν επιτελειν επιτελείν ἐπιτελεῖν επιτελεισθαι επιτελείσθαι ἐπιτελεῖσθαι επιτελεισθε επιτελείσθε ἐπιτελεῖσθε επιτελεσαι επιτελέσαι ἐπιτελέσαι επιτελεσας επιτελέσας ἐπιτελέσας επιτελεσατε επιτελέσατε ἐπιτελέσατε επιτελεσει επιτελέσει ἐπιτελέσει επιτελεση επιτελέση ἐπιτελέσῃ επιτελεσθήσεται επιτελέσουσιν επιτελέσω επιτελουμενον επιτελουντες επιτελούντες ἐπιτελοῦντες επιτελώ epitelein epiteleîn epiteleisthai epiteleîsthai epiteleisthe epiteleîsthe epitelesai epitelésai epitelesas epitelésas epitelesate epitelésate epitelese epitelesē epitelesei epitelései epitelésēi epitelountes epiteloûntesLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |